- αμούχλιαστος
- η , ο незаплесневевший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμούχλιαστος — η, ο [μουχλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει μούχλα, που δεν μούχλιασε 2. αυτός που δεν υπόκειται σε μούχλιασμα … Dictionary of Greek
αμούχλιαστος — η, ο αυτός που δε μούχλιασε: Το ψωμί ήταν μπαγιάτικο, αλλά αμούχλιαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)